Βασικός μεταβολισμός (ΒΜ) είναι το ελάχιστο ποσό ενέργειας που απαιτείται για τη διατήρηση των βασικών λειτουργιών του οργανισμού στη ζωή. Είναι δηλαδή η ενέργεια που καταναλώνει ο οργανισμός, για τη λειτουργία της αναπνοής, το μεταβολισμό των κυττάρων, την κυκλοφορία του αίματος, τη δραστηριότητα του γαστρεντερικού σωλήνα και των ενδοκρινών αδένων, καθώς και τη θερμοκρασία του σώματος.
Ποσοτικά ο βασικός μεταβολισμός του ατόμου υπολογίζεται όταν το άτομο είναι ξαπλωμένο, ήρεμο, ελαφρά ντυμένο σε άνετα θερμικό περιβάλλον (20 -25 oC) και τουλάχιστον 12-14 ώρες από το τελευταίο γεύμα. Για πρακτικούς λόγους συνήθως μετράμε το βασικό μεταβολισμός σε ηρεμία (RMR) σε συνθήκες παρόμοιες με αυτές που προαναφέρθηκαν αλλά χωρίς να απαιτείται αποχή από το φαγητό για τόσες ώρες αλλά τουλάχιστον για 4 ώρες.
Αντίθετα με τις υπόλοιπες εργαστηριακές μετρήσεις (αρτηριακή πίεση, χοληστερόλη κ.α.) δεν υφίσταται υψηλός ή χαμηλός, κακός ή καλός βασικός μεταβολισμός. Είναι μοναδικός για κάθε εξεταζόμενο. Δύο εξεταζόμενοι με παρόμοια στοιχεία, με ίδιο τρόπο διατροφής και άσκησης μπορεί να έχουν αποτελέσματα με τεράστιες διαφορές.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν το βασικό μεταβολισμό είναι αρκετοί. Κάποιοι από αυτούς είναι:
Η ηλικία: Ο ΒΜ είναι υψηλότερος κατά τη διάρκεια της αύξησης ιδιαίτερα κατά το πρώτο και δεύτερο έτος της ηλικίας. Αργότερα μειώνεται για να αυξηθεί και πάλι κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Μετά την ενηλικίωση ο ΒΜ μειώνεται κατά περίπου 2% κάθε 10ετία.
Το φύλο: Οι γυναίκες γενικά έχουν ΒΜ 5-10% χαμηλότερο από τους άντρες του ιδίου ύψους και βάρους και αυτό οφείλεται στην αυξημένη περιεκτικότητα σε λίπος στο σώμα της γυναίκας.
Η σύνθεση του σώματος: Ο ΒΜ καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από το μυϊκό ιστό. Έτσι, άτομα με αυξημένη μυϊκή μάζα όπως οι αθλητές εμφανίζουν αυξημένο ΒΜ.
Οι ενδοκρινείς αδένες: Οι ορμόνες που εκκρίνονται από τους ενδοκρινείς αδένες και ιδιαίτερα αυτές του θυρεοειδούς αποτελούν τους πρωταρχικούς ρυθμιστές του μεταβολισμού. Η αυξητική ορμόνη και τα ανδρογόνα αυξάνουν το ΒΜ όπως επίσης και τα οιστρογόνα και η γλουκαγόνη αλλά σε μικρότερο βαθμό. Η αδρεναλίνη σε μικρές δόσεις αυξάνει το ΒΜ ενώ σε μεγαλύτερες τον μειώνει.
Η διατροφική κατάσταση: Καταστάσεις υποσιτισμού ή νηστείας συνοδεύονται από μείωση του ΒΜ. Η ελάττωση αυτή θεωρείται ως προσαρμοστική προσπάθεια του οργανισμού να προφυλαχτεί από υπερβολική απώλεια ενέργειας.
Το κλίμα: Έχουν αναφερθεί διαφορές στον ΒΜ ατόμων που ζουν στα πολικά ή στα τροπικά κλίματα, πιθανόν λόγω διαφορετικής έκκρισης θυροξίνης για την αντιμετώπιση της θερμοκρασίας. Άτομα που ζουν σε αρκτικές περιοχές εμφανίζουν μια αύξηση του ΒΜ κατά 15-20%. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι οι μικρές διαφοροποιήσεις στην εξωτερική θερμοκρασία δεν επηρεάζουν τον ΒΜ.
Πυρετός: Λοιμώξεις ή πυρετός αυξάνουν το ΒΜ κατά 12 – 13% για κάθε βαθμό οC.
Κύηση: Κατά τη διάρκεια της κύησης οι γυναίκες εμφανίζουν αυξημένο ΒΜ που οφείλεται στη αύξηση της μυϊκής μάζας της μήτρας του πλακούντα και του εμβρύου καθώς και στην επιβάρυνση της καρδιακής και αναπνευστικής λειτουργίας. Η ολική αύξηση του ΒΜ κατά την κύηση υπολογίζεται σε 28%. Κατά τον θηλασμό παρατηρείται επίσης αύξηση του ΒΜ λόγω της λειτουργίας παραγωγής γάλατος.
Μπορεί να μετρηθεί;
Η μέτρηση του βασικού μεταβολισμού μπορεί να γίνει με τη μέθοδο της έμμεσης θερμιδομέτρησης. Χρησιμοποιώντας συσκευές έμμεσης θερμιδομετρίας ο επαγγελματίας υγείας μπορεί να μετρήσει το βασικό μεταβολισμό σε ηρεμία με μια απλή εξέταση. Στην περίπτωση που η μέτρηση του μεταβολισμού δεν είναι εφικτή χρησιμοποιούνται από τους ειδικούς επιστήμονες αλγόριθμοι για την εκτίμηση του βασικού μεταβολισμού του ατόμου.
Μπορούμε να αλλάξουμε το βασικό μας μεταβολισμό;
Πολύ συχνά ως διαιτολόγοι, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την επιθυμία των πελατών-ασθενών μας να τους αλλάξουμε τον μεταβολισμό. Πρέπει να σημειωθεί όμως πως ο βασικός μεταβολισμός δεν είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει από τη μία στιγμή στην άλλη. Σε αντίθεση με αυτό που πολλοί μπορεί να πιστεύουν δεν υπάρχουν δίαιτες αδυνατίσματος που να αλλάζουν το μεταβολισμό, έτσι ώστε να μην παίρνουμε εύκολα βάρος μετά το τέλος τους. Αντιθέτως, τις περισσότερες φορές κατά τη διάρκεια μιας δίαιτας ο βασικός μεταβολισμός μειώνεται. Είναι μια φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού κατά την διάρκεια απώλειας βάρους για να μειώνει την ενέργεια που τον συντηρεί, γιατί εκλαμβάνει την έλλειψη τροφής ως απειλή. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους για τον οποίο δεν πρέπει να ακολουθούμε μια αυστηρά υποθερμιδική δίαιτα. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να αυξήσουμε το μεταβολισμό μας είναι η σωματική άσκηση, ταυτόχρονα με ισορροπημένη διατροφή έτσι ώστε να αυξηθεί η μυϊκή μάζα. Οι μύες απαιτούν περισσότερες θερμίδες για να συντηρηθούν και άρα αύξηση του όγκου τους συνεπάγεται αύξηση του βασικού μεταβολισμού.
Ποια η σημασία του βασικού μεταβολισμού στο αδυνάτισμα
Η επιτυχής διαχείριση του βάρους είναι θέμα ισορροπίας της ενέργειας που προσλαμβάνει ο οργανισμός με την ενέργεια που καταναλώνει. Η πρόσληψη θερμίδων γίνεται μέσω της τροφής ενώ η κατανάλωση αφορά: το βασικό μεταβολισμό, τον τρόπο ζωής (είδος εργασίας) και τη άσκηση. Ανεξάρτητα από το τι τρώμε είναι αδύνατο να χάσουμε βάρος, εκτός αν προσλαμβάνουμε λιγότερες θερμίδες από όσες καταναλώνουμε. Την ενέργεια που καταναλώνει ένας οργανισμός για την άσκηση μπορούμε να την εκτιμήσουμε. Η ενέργεια που καταναλώνεται από τον τρόπο ζωής και το είδος του επαγγέλματος μας εκφράζεται συνήθως ως ποσοστό του βασικού μεταβολισμού. Έτσι αν γνωρίζουμε ποιος ακριβώς είναι ο βασικός μεταβολισμός, τότε μπορούμε να διαχειριστούμε πιο αποτελεσματικά το βάρος μας.
Ματίνα Πουλλή – Βυρινή
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, Βιοχημικός