Η παχυσαρκία είναι το αποτέλεσμα της αθροιστικής επίδρασης γενετικών, περιγεννητικών και πλήθους περιβαλλοντικών παραγόντων που επιδρούν κατά τη διάρκεια της ζωής και που συντηρούν ένα συστηματικά θετικό ισοζύγιο ενέργειας.
Ως περιγεννητικοί ορίζονται οι παράγοντες που επιδρούν πριν από τη γέννηση μέχρι και τις πρώτες 1000 μέρες της ζωής και διακρίνονται σε προγεννητικούς και μεταγεννητικούς. Το αυξημένο σωματικό βάρος της μητέρας πριν την κύηση, η υπέρμετρη αύξηση του σωματικού βάρους κατά τη διάρκεια της, το κάπνισμα και ο διαβήτης κύησης ευνοούν την ανάπτυξη παχυσαρκίας. Αναφορικά με το κάπνισμα παρατηρείται μία δοσοεξαρτώμενη θετική συσχέτιση μεταξύ καπνίσματος της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη και της πιθανότητας παχυσαρκίας στους απογόνους είτε η μητέρα καπνίζει ενεργητικά είτε παθητικά.
Ανάμεσα στους σημαντικότερους μεταγεννητικούς παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση παχυσαρκίας σε μετέπειτα στάδια της ζωής περιλαμβάνονται το αυξημένο βάρος γέννησης του βρέφους, η σίτιση με υποκατάστατο μητρικού γάλακτος έναντι αποκλειστικού θηλασμού και ο ταχύς ρυθμός αύξησης του βάρους κατά τα 2 πρώτα χρόνια της ζωής.
Ο αποκλειστικός μητρικός θηλασμός φαίνεται να παρουσιάζει προστατευτική επίδραση έναντι του κινδύνου εμφάνισης της παιδικής παχυσαρκίας, ευνοώντας έναν φυσιολογικό ρυθμό ανάπτυξης. Η υψηλότερη περιεκτικότητα των υποκατάστατων μητρικού γάλακτος σε ενέργεια και πρωτεΐνη σε σύγκριση με το μητρικό γάλα επάγει την έκκριση ορεξιογόνων και αυξητικών ορμονών με αποτέλεσμα τον ταχύ ρυθμό αύξησης του βάρους του βρέφους. Η ταχεία αύξηση βάρους από τη γέννηση έως τα 2 πρώτα έτη της ζωής συσχετίστηκε με περίπου τετραπλάσια πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας σε μετέπειτα στάδια σε σύγκριση με τον φυσιολογικό ρυθμό αύξησης βάρους. Παράλληλα, τα βρέφη που θηλάζουν αποκλειστικά αναγνωρίζουν καλύτερα το αίσθημα κορεσμού, δηλαδή μαθαίνουν να χορταίνουν πιο εύκολα και σταματούν να καταναλώνουν τροφή όταν αισθάνονται ότι έχουν χορτάσει, γεγονός που οδηγεί σε καλύτερη αυτορρύθμιση της ενεργειακής πρόσληψης αργότερα στη ζωή.